Εφαρμογή του

cotiser στα ελληνικά
cotiser
λέγεται
κοτιζέ
.
cotiser
σημαίνει στα ελληνικά
πληρώνω εισφορά / se cotiser τσοντάρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- membre cotisant : μέλος με υποχρέωση καταβολής εισφοράς
- cotisation volontaire / cotiser volontairement : καταβάλλω εισφορές εθελοντικά
- salaire journalier cotisé : ημερομίσθιο με εισφορές
Subscribe
0 Comments