Εφαρμογή του

couler στα ελληνικά
couler
λέγεται
κουλέ
.
couler
σημαίνει στα ελληνικά
ρέω / κυλώ / τρέχω / χύνω / βυθίζω / βουλιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- coulée / fusion : ρευστή μάζα υλικού
- couler / sombrer : βυθίζομαι
- couler / sombrer : βυθίζομαι / καταποντίζομαι
- stolon / coulant : στολόνι / στόλωνας
- stolon / coulant : παραφυάδα
- coulée : μέτρηση του γάλακτος με γαλομετρητές
- coulée : χύτευση
- coulée / coulée de sève : εκροή χυμών
- coulée : συρτόδρομος
Subscribe
0 Comments