Εφαρμογή του

coupole στα ελληνικά
coupole
λέγεται
κουπόλ
.
coupole
σημαίνει στα ελληνικά
θόλος / τρούλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dôme / coupole : θόλος / τρούλλος
- coupole : θόλος / οροφή
- coupole / protubérance : πυργίσκος αεροσκάφους
- radôme / dôme radar : ραδιοθόλος (Preferred) / θόλος του ραντάρ
- verrière goutte d'eau / verrière : φυσαλιδωτή καλύπτρα αεροσκάφους
- coupole d'eau : υδάτινος θόλος
- barrage à coupole : τρουλωτόν φράγμα
- coupole du limaçon : τυφλόν πέρας της κεφαλής του κοχλίου
- coupole du limaçon : κορυφή ή θόλος του κοχλία του ωτός
- bulbe en plexiglas / coupole en plexiglas : φυσαλίδα plexiglas
Subscribe
0 Comments