Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

courant στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
courant
λέγεται
κουράν
.
courant
σημαίνει στα ελληνικά
τρέχων / τρεχούμενος / συνηθισμένος / ρεύμα / mettre au courant ενημερώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • usuel / courant : Συμβατικός
  • courant : εμπορεύσιμο
  • courant : ρεύμα
  • courant / intensité de courant : ρεύμα / ένταση ρεύματος
  • courant / courant électrique : ρεύμα
  • encours / solde : ανεξόφλητα ποσά
  • piston / plongeur : έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμα
  • scalper / spéculateur à très court terme : scalper

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments