Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

crampe στα ελληνικά
crampe
λέγεται
κρανπ
.
crampe
σημαίνει στα ελληνικά
κράμπα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crampe : κράμπα
- crampe : σφιγκτήρας
- crampe de la main : σπασμός χεριού
- crampes nocturnes : σπαστική νεύρωσις / σπασμωδική νεύρωσις
- crampe musculaire : μυική κράμπα / επώδυνη μυική σύσπαση
- crampe abdominale : έντονος μυϊκός σπασμός της κοιλιακής χώρας
- maladie des crampes / crampes musculaires généralisées : σύνδρομο μυϊκών συσπάσεων
- crampe des musiciens / dyskinésie des musiciens : κράμπα των μουσικών / δυσκινησία των οργανοπαικτών
- crampe des écrivains : χορεία γραφέων / γραφικός σπασμός
- crampe des pianistes : σπασμός των πιανιστών
Subscribe
0 Comments


