Εφαρμογή του

craquer στα ελληνικά
craquer
λέγεται
κρακέ
.
craquer
σημαίνει στα ελληνικά
τρίζω / σκάω / σκίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- craquer / se fissurer : ρηγματώνομαι / εμφανίζω ρωγμές
- craquant / toucher craquant : μεταξένια αφή / μεταξένια αίσθηση στην αφή
- vesce craque / pois à crapauds : βίκια η κράκκα
- fibre craquée : σπασμένη ασυνεχής ίνα
Subscribe
0 Comments