Εφαρμογή του

cratère στα ελληνικά
cratère
λέγεται
κρατέρ
.
cratère
σημαίνει στα ελληνικά
κρατήρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cratère : κρατήρας
- cratère : εγκοπή / οδόντωση
- cratère / goutte avec cratère : κρατήρας από σταγονίδια κασσιτέρου
- cratère : στίγμα κοιλώματος διάβρωσης / κρατήρας κοιλώματος διάβρωσης
- cratère / excavation : επιφανειακή ανωμαλία
- cratere : κρατήρας
Subscribe
0 Comments