Εφαρμογή του

créateur στα ελληνικά
créateur
λέγεται
κρεατέρ
.
créateur
σημαίνει στα ελληνικά
δημιουργός / πλάστης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- créateur / obtenteur : βελτιωτής φυτών / δημιουργός νέας ποικιλίας φυτών
- costumier / créateur de costumes : ενδυματολόγος
- pensée créatrice : παραγωγική σκέψη / δημιουργική σκέψη
- créateur initial : δημιουργός ποικιλίας
- chômeur créateur : "δημιουργικός άνεργος"
- dessinateur d'art / dessinateur-créateur(L) : σχεδιαστής βιομηχανικών προïόντων
- créateur de cachet : δημιουργός σφραγίδας
- créateur modéliste : στυλίστας
- capacité créatrice : δημιουργική ικανότης
- caractère créateur : δημιουργικός χαρακτήρας
Subscribe
0 Comments