Εφαρμογή του

crédit στα ελληνικά
crédit
λέγεται
κρεντί
.
crédit
σημαίνει στα ελληνικά
πίστωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crédit / produit : προϊόν / εισόδημα
- crédit / crédit budgétaire : πίστωση του προϋπολογισμού
- crédit : πίστη/πίστωση
- crédit : πίστη / πίστωση
- crédit : αναγνώριση
- TACHC / Actifs et crédits adossés à de l'immobilier commercial : τιτλοποιημένο εμπορικό ενυπόθηκο δάνειο
- crédits : δάνεια
- DEPBS / régime des crédits de droits à l'importation : DEPBS / καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασµών
- leasing / crédit bail : χρηματοδοτική μίσθωση
- ECVET / système européen de transfert d'unités capitalisables pour l'EFP : ECVET / Ευρωπαϊκό σύστημα πιστωτικών μονάδων για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση
Subscribe
0 Comments