Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

crème στα ελληνικά
crème
λέγεται
κρεμ
.
crème
σημαίνει στα ελληνικά
κρέμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crème : κρέμα
 - crème : Κρέμα
 - crème / crème de lait : κρέμα γάλακτος
 - glace / crème glacée : παγωτό
 - crèmes : λικέρ-κρέμες
 - cirage / crème pour chaussures : στίλβωμα / κρέμα για παπούτσια
 - écumage / écrémage : αποκορύφωση / άνοδος της κρέμας
 - toffée / caramel au lait : καραμέλες γάλακτος
 - glacier / préparateur de crèmes glacées : παρασκευαστής παγωτών
 - crémant : ένδειξη "crémant"
 
  Subscribe 
 0 Comments


