Εφαρμογή του

crépi στα ελληνικά
crépi
λέγεται
κρεπί
.
crépi
σημαίνει στα ελληνικά
σαγρέ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crépi / gobetis : χονδροκομμένο κονίασμα
- robinet noyé / robinet caché : εντοιχισμένος κρουνός
- fibre crépie / fibre frisée : στριμμένη ίνα
- crépis verdâtre / crépide capillaire : πικραλίδα / κρεπίς η θαλερά
Subscribe
0 Comments