Εφαρμογή του

Crète στα ελληνικά
Crète
λέγεται
κρετ
.
Crète
σημαίνει στα ελληνικά
Κρήτη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Crète : Κρήτη
- crête : αιχμή
- favus / crête blanche : ψώρα του λειρίου
- crête : στέψη φράγματος / στέψη αναχώματος
- crête / carène : τρόπιδα
- bord / crête : ακρολοφία
- crête : ηβικό οστούν
- crête : κορυφογραμμή
- crête : στέψη επιχώματος σιδηροδρομικής γραμμής
- crête : χρονική αυξομείωση της πιέσεως
Subscribe
0 Comments