Εφαρμογή του

crevasse στα ελληνικά
crevasse
λέγεται
κρεβάς
.
crevasse
σημαίνει στα ελληνικά
σχισμάδα / σκάσιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crevasse : Eλικοειδές ράγισμα
- crevasse : σχισμή / ρωγμή 2.ρήγμα
- crevasse : ρωγμές
- crevasse : ρωγμή / ραγάδα
- pli crevé : Διαμαντώματα προφόρμας
- crevée / collerette : εσωτερική διαμόρφωση,κολλάρο
- crevée : τοπική διάτμηση
- pneu crevé / pneu à plat : επίπεδο ελαστικό / κλαταρισμένο ελαστικό
- crevé : σκασμένο / διαρρηγμένο ελαστικό επίσωτρο
- BAU / voie d'arrêt : λωρίδα επείγουσας ανάγκης / λωρίδα στάσης επείγουσας ανάγκης
Subscribe
0 Comments