Εφαρμογή του

crochet στα ελληνικά
crochet
λέγεται
κροσέ
.
crochet
σημαίνει στα ελληνικά
τσιγκέλι / αγκύλη / βελονάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crochet : άγγιστρο / τσαγανός
- crochet : άγγιστρο
- crochet / aiguille à crochet : βελονάκι
- crochet : άγκιστρο
- crochet : γάντζος / άγκιστρο
- crochet : Συγκρατητές μπόρ
- croc / crochet : δικέλι με κυρτά δόντια
- crochet : άγκιστρο διαφράγματος
Subscribe
0 Comments