Εφαρμογή του

crocodile στα ελληνικά
crocodile
λέγεται
κροκοντίλ
.
crocodile
σημαίνει στα ελληνικά
κροκόδειλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crocodile : κροκοδειλίδες
- crocodile / coin hydraulique : κροκόδειλος / υδραυλική σφήνα
- crocodile : κροκόδειλος
- crocodile / contact fixe de voie : σταθερή επαφή γραμμής
- crocodile / contact fixe de voie : κροκόδειλος γραμμής / σταθερή επαφή γραμμής
- crocodile : μηχανή κοπής παλαιοσιδήρου
- crocodile : ψαλίδα
- faïençage / peau de crocodile : αλιγατορική ρωγμάτωση
- crocodiles : λεπίδιασμα πίλων
Subscribe
0 Comments