Εφαρμογή του

cru στα ελληνικά
cru
λέγεται
κρυ
.
cru
σημαίνει στα ελληνικά
ντόπιο / ωμός / άψητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- CRU / Conseil de résolution unique : Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης / SRB
- cru / brut : ωμός / ακατέργαστος
- cru : αδύνατος και όξινος
- crue / inondation : πλημύρα / πλημυρίδα
- crue : αποθαλασσία / φουσκοθαλασσιά
- crue : φουσκοποταμιά / φούσκωμα νερών
- crue : πλημμύρα
- crue / hautes eaux : πλημμύρα / πλημμυρίδα
- fonte / fonte crue : αργός σίδηρος
- ébauche / produit cru : άψητο κεραμικό
Subscribe
0 Comments