Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

cuisant στα ελληνικά
cuisant
λέγεται
κυιζάν
.
cuisant
σημαίνει στα ελληνικά
οδυνηρός / τσουχτερός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- grésant / cuisant serré : σφιχτό ψήσιμο,ψήσιμο γκρέ
- cuit / brûlé : ψημένο ή καμένο
- cuite / biture : αδιαθεσία ύστερα από μεθύσι
- vin cuit : ψημένος οίνος
- cuite / décreusage : καθαρισμός
- cuite : διόγκωση
- PPCN / pâte dure : σκληρό τυρί
- noyau cuit : ψημένος πυρήνας
- masse cuite : ψημένη μάζα
- brique dure / brique trop cuite : υπέροπτοι σκληραί οπτόπλινθοι
Subscribe
0 Comments


