Εφαρμογή του

cuisine στα ελληνικά
cuisine
λέγεται
κυζίν
.
cuisine
σημαίνει στα ελληνικά
κουζίνα / μαγειρική / μαγείρεμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cambuse / cuisine : κουζίνα(κν.) / μαγειρείο πλοίου
- cuisinette / kitchenette : γωνιά-κουζίνα
- plat cuisiné : μαγειρευμένο φαγητό
- plat préparé / aliment cuisiné : προμαγειρευμένη τροφή / προπαρασκευασμένη τροφή
- plat cuisiné / aliment préparé : έτοιμο φαγητό / προμαγειρευμένο τρόφιμο
- plat cuisiné : μαγειρευμένο γεύμα
- bloc-cuisine : ντουλάπια κουζίνας / επιτοίχια ντουλάπια για αίθουσες μαγειρείων
- tarif cuisine : τιμολόγιο εστιατορίων και μαγειρείων
- aide-cuisinier / commis de cuisine : βοηθός μαγείρου τμήματος
- linge d'office / linge de cuisine : πανικά κουζίνας / πετσέτες κουζίνας
Subscribe
0 Comments