Εφαρμογή του

cuisson στα ελληνικά
cuisson
λέγεται
κυισόν
.
cuisson
σημαίνει στα ελληνικά
βράσιμο / ψήσιμο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cuisson : βρασμός
- cuisson : μαγείρεμα
- cuisson / licenciement : πυροδότηση/έναυση
- cuisson : ψήσιμο, βράσιμο
- cuisson : ψήσιμο
- cuisson : Σκλήρυνση / ινοποίηση
- cuisson / déhydrogénation : αφυδρογόνωση μετάλλου μετά από θερμική κατεργασία
- cuisson / étuvage : ψήσιμο / κλιβανισμός
- cuisson / dégagement de flux dans le bain : διακοπή βρασμού
Subscribe
0 Comments