Εφαρμογή του

davantage στα ελληνικά
davantage
λέγεται
νταβαντάζ
.
davantage
σημαίνει στα ελληνικά
επί πλέον / περισσότερο / άλλο / παραπάνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- l'aspect aciculaire est resté, mais l'attaque assombrit davantage la structure : η βελονοειδής μορφή διατηρείται,η δομή όμως γίνεται σκοτεινότερη εξ'αιτίας της προσβολής
- quand l'essence est riche en aromatiques il se produisent davantage d'aromatiques polynucléaires : περισσότερα αρωματικά πολυπύρηνα παράγονται από βενζίνη που είναι πλούσια σε αρωματικές ενώσεις
Subscribe
0 Comments