Εφαρμογή του

débarquer στα ελληνικά
débarquer
λέγεται
ντεμπαρκέ
.
débarquer
σημαίνει στα ελληνικά
αποβιβάζω / καταφθάνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- débarquer : εκφορτώνω
- débarquant : υπό εκφόρτωση
- prix à quai / prix débarqué : τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος
- poids débarqué : αποβιβασμένο βάρος
- prise accessoire débarquée sans tri préalable : παρεμπίπτον αλίευμα που έχει εκφορτωθεί χωρίς διαλογή
- navire tenu par contrat de débarquer ses prises : σκάφος που έχει συμβατική υποχρέωση να εκφορτώνει τα αλιεύματα του
- embarquer et débarquer les catégories de trafic visées ... : διακινεί τις κατηγορίες μεταφερομένων που αναφέρονται ...
Subscribe
0 Comments