Εφαρμογή του

débloquer στα ελληνικά
débloquer
λέγεται
ντεμπλοκέ
.
débloquer
σημαίνει στα ελληνικά
ξεμπλοκάρω / αποδεσμεύω / παραμιλάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- débloquer : αποδευσμεύω
- débloquer : Αποδέσμευση
- débloquer : να ανοιχθεί / να απεμπλακεί
- débloquer une valve : απόφραξη βαλβίδας
- débloquer un convertisseur : απόφραξη μετατροπέως
Subscribe
0 Comments