Εφαρμογή του

déboucher στα ελληνικά
déboucher
λέγεται
ντεμπουσέ
.
déboucher
σημαίνει στα ελληνικά
ξεβουλώνω / οδηγώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- déboucher / ôter le bouchon : εκπωματίζω
- marché / débouché : αγορά
- débouchant : σε εκκένωση / σε εκτόνωση
- débouché : αγορά
- trou borgne / trou non débouchant : αόρατη διακένωση
- pore ouvert / pore débouchant : ανοιχτός πόρος
- Ondah / Office national des débouchés agricoles et horticoles : Γεωργικός Οργανισμός Γεωργικών και Κηπευτικών Αγορών
- trou débouchant : διαμπερής οπή
- larges débouchés : ευρείες αγορές διαθέσεως
- mèche à déboucher / sonde tire-bouchon : κοχλιοειδές άγκιστρο
Subscribe
0 Comments