Εφαρμογή του

débuter στα ελληνικά
débuter
λέγεται
ντεμπυτέ
.
débuter
σημαίνει στα ελληνικά
αρχίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- débuter : έναρξη διάτρησης
- débutant : αρχάριος / πρωτόπειρος
- débutant / incipiens : αρχόμενος
- (a.débutant) / début d'avortement : έναρξη της έκτρωσης / εναρκτήρια έκτρωσις
- cataracte débutante : αρχόμενος καταρράκτης
- urographie débutant rapidement après administration du produit de contraste : πρόωρος πυελογραφία / πρώιμος ακτινογραφία των ουροφόρων οδών κατόπιν εισαγωγής σκιεράς ουσίας
Subscribe
0 Comments