Εφαρμογή του

décéder στα ελληνικά
décéder
λέγεται
ντεσεντέ
.
décéder
σημαίνει στα ελληνικά
αποθνήσκω / πεθαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- défunt / personne décédée : θανών / αποθανών
- enfant décédé : αποθανόν τέκνο / αποβιώσαν τέκνο
- personne décédée : αποθανόν πρόσωπο / αποβιώσαν πρόσωπο
- veuf à charge de son épouse décédée : χήρος συντηρούμενος από την αποθανούσα σύζυγό του
- Accord sur le transfert des corps des personnes décédées : Συμφωνία για τη μεταφορά των ανθρωπίνων σορών
Subscribe
0 Comments