Εφαρμογή του

décevoir στα ελληνικά
décevoir
λέγεται
ντεσεβουάρ
.
décevoir
σημαίνει στα ελληνικά
απογοητεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- adolescents déçus par l'école et qui la quittent avant d'avoir obtenu un diplôme : έφηβοι που απογοητεύονται από το σχολείο και εγκαταλείπουν τις σπουδές τους χωρίς να αποκτήσουν απολυτήριο
Subscribe
0 Comments