Εφαρμογή του

déchet στα ελληνικά
déchet
λέγεται
ντεσέ
.
déchet
σημαίνει στα ελληνικά
απόβλητο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ENSREG / groupe des régulateurs européens dans le domaine de la sûreté nucléaire : Ομάδα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών σε θέματα πυρηνικής ασφάλειας (Preferred) / ENSREG
- déchet : απόβλητο
- déchet / résidu de consommation : καταναλωτικά απορρίμματα
- déchet : φθορά
- rebut / restes : σκύβαλα / υπόλοιπα
- déchet : σκουπίδι / απόρριμμα
- IGD-TP / plate-forme technologique sur le stockage géologique des déchets nucléaires : Τεχνολογική Πλατφόρμα για την Τελική Διάθεση σε Γεωλογικούς Σχηματισμούς
- déchet : υπολείμματα/απώλειες
- Convention sur la prévention de la pollution des mers résultant de l'immersion de déchets / LC 72 : Σύμβαση του Λονδίνου για τις απορρίψεις / Σύμβαση "περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών"
- débris / déchets : μπάζα
Subscribe
0 Comments