Εφαρμογή του

déchirer στα ελληνικά
déchirer
λέγεται
ντεσιρέ
.
déchirer
σημαίνει στα ελληνικά
σκίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fil déchiré : εσχισμένη ις
- tôle déchirée : σκισμένο έλασμα
- lisière rompue / lisière déchirée : ούγια σπασμένη
- toile à déchirer : αποκοπτόμενο επίρραμμα
- feuilles déchirées : σχισμένα φύλλα
- trou déchiré médial : πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα
- fermeture à déchirer / obturateur à déchirer : σχιζόμενη ταινία
- trou déchiré postérieur : σφαγιτιδικό τρήμα
- syndrome du trou déchiré médial : σύνδρομο του Jefferson / σύνδρομο του πρόσθιου ρηγματώδους τρήματος
- syndrome du trou déchiré postérieur : σύνδρομο του σφαγιτιδικού τρήματος
Subscribe
0 Comments