Εφαρμογή του

déclasser στα ελληνικά
déclasser
λέγεται
ντεκλασέ
.
déclasser
σημαίνει στα ελληνικά
υποβιβάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- déclasser : υποβαθμίζω
- déclasser : υποβιβάζομαι κοινωνικά
- déclasser : μεταφορά σε κατάλογο χαμηλότερης προστασίας
- déclassement : υποχαρακτηρισμός διαβαθμισμένων εγγράφων
- oeuf déclassé : μη ταξινομημένο αυγό
- moules déclassés : Απορριπτόμενα καλούπια
- compost déclassé : Προϊόντα λιπασματοποίησης εκτός προδιαγραφών
- produit déclassé : υποβαθμισμένο προϊόν
- déclasser un prêt : υποβάθμιση δανείου
Subscribe
0 Comments