Εφαρμογή του

décor στα ελληνικά
décor
λέγεται
ντεκόρ
.
décor
σημαίνει στα ελληνικά
σκηνικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- panneau-décor : φάτνωμα διακοσμητικής επένδυσης
- arche à décor / arche à décorer : γαλαρία διακόσμησης
- décor barbotine : διακόσμηση χυτόμαζας / διακόσμηση μπαρμποτίνας
- décor sur émail : διακόσμηση επί του υαλώματος
- cuisson de décor : ψήσιμο για τη στερέωση της διακόσμησης
- décor au stencil : διακόσμηση με μεταξοτυπία
- atelier de décor : Tμήμα διακόσμησης / καλλιτεχνικό
- papier à couvrir / papier à doubler : χαρτί διακόσμησης
- apparence délavée / disparition du décor : Σβήσιμο διακόσμησης
- appareil à effets / projecteur de décor : προβολέας διακοσμήσεων
Subscribe
0 Comments