Εφαρμογή του

décortiquer στα ελληνικά
décortiquer
λέγεται
ντεκορτικέ
.
décortiquer
σημαίνει στα ελληνικά
καθαρίζω / ξεψαχνίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- décortiquer : αποφλοιώνω
- décortiquer : αποφλοιωμένο
- décortiquer : αποφλοιώνω / ξεφλουδίζω
- décortiqué / dépouillé de sa pellicule : αποφλοιωμένο
- amande brute / amande décortiquée : αμύγδαλο καθαρισμένο
- riz décortiqué : ρύζι αποφλοιωμένο / όρυζα αποφλοιωμένη
- décortiqué : χωρίς το όστρακο
- riz pelé / riz décortiqué : αποφλοιωμένο ρύζι / αποφλοιωμένη όρυζα
- riz pelé / riz décortiqué : αποφλοιωμένο ρύζι
- rizon / riz cargo : ακατέργαστο ρύζι / αναποφλοίωτο ρύζι
Subscribe
0 Comments