Εφαρμογή του

découper στα ελληνικά
découper
λέγεται
ντεκουπέ
.
découper
σημαίνει στα ελληνικά
τεμαχιάζω / κόβω / ψαλιδίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- découper : τεμαχίζω
- découper / estamper : διατρυπώ
- découper / cisailler : διατέμνω / διαμελίζω
- estamper / découper à l'emporte-pièce : τρυπώ με στιγέα
- sauteuse / scié à découper : πριόνι αποκοπής
- découpe : τεμάχιο
- arrivée / recette : πάτωμα χάραξης κοπής
- découpe : κόψιμο
- découpe : αποκοπή
- découpe / flan estampé : πρόπλασμα μήτρας / αποτυπωμένο προσχέδιο
Subscribe
0 Comments