Εφαρμογή του

décrocher στα ελληνικά
décrocher
λέγεται
ντεκροσέ
.
décrocher
σημαίνει στα ελληνικά
ξεκρεμάω / σηκώνω το τηλέφωνο / τα παρατάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- décrocher : Απώλεια στήριξης
- décrocher : σηκώνω το ακουστικό
- décrocher : να αφεθεί / να απασφαλισθεί
- décrocher : απότομη πτώση τιμών μετοχής
- décrocher : θέτω σε απώλεια στήριξης
- décrocher : στέγνωμα
- décroche : παίρνω τούμπα
- décroché : με ξεκρέμαστο το ακουστικό
- joint décroché : κλιμακωτή ένωση
- décrocher le taux : αποσυνδέω την ισοτιμία
Subscribe
0 Comments