Εφαρμογή του

défaillance στα ελληνικά
défaillance
λέγεται
ντεφαγιάνς
.
défaillance
σημαίνει στα ελληνικά
βλάβη / αδυναμία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- défaillance : μειωμένη ικανότητα οδήγησης
- défaut / carence : αθέτηση υποχρέωσης
- défaillance : ανεπάρκεια
- défaillance : βλάβη ασφαλιστικού μηχανισμού
- défaillance : αποτυχία / ανεπάρκεια
- défaillance : υπερημερία / μη εκπλήρωση
- défaillance : αστοχία
- défaillance : βλάβη
- défaillance : βλάβη / διακοπή
- défaillance : βλάβη / αστοχία
Subscribe
0 Comments