Εφαρμογή του

défavorisé στα ελληνικά
défavorisé
λέγεται
ντεφαβοριζέ
.
défavorisé
σημαίνει στα ελληνικά
μη προνομιούχος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- défavorisé : σε μειονεκτική θέση
- défavoriser : αφαιρώ από κάποιον ένα πλεονέκτημά του
- indigents / personnes démunies : άποροι / άτομα χρήζοντα βοηθείας
- VALOREN / Programme communautaire relatif au développement de certaines régions défavorisées de la Communauté par la valorisation du potentiel énergétique endogène : VALOREN / Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω της αξιοποίησης του ενδογενούς ενεργειακού δυναμικού
- HORIZON / Initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
- HORIZON / initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
- zone défavorisée : μειονεκτική περιοχή
- jeune défavorisé : νέος που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση
- STAR / Développement de certaines régions défavorisées de la Communauté par un meilleur accès aux services avancés de télécommunications : STAR / Πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω καλύτερης πρόσβασης στις προηγμένες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών
- STAR / Programme communautaire relatif au développement de certaines régions défavorisées de la Communauté par un meilleur accès aux services avancés de télécommunications : STAR / Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτουσών περιφερειών της Κοινότητας, μέσω της βελτίωσης της πρόσβασής τους στις προηγμένες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών
Subscribe
0 Comments