Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

défavoriser στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
défavoriser
λέγεται
ντεφαβοριζέ
.
défavoriser
σημαίνει στα ελληνικά
αδικώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • défavoriser : αφαιρώ από κάποιον ένα πλεονέκτημά του
  • défavorisé : σε μειονεκτική θέση
  • indigents / personnes démunies : άποροι / άτομα χρήζοντα βοηθείας
  • zone défavorisée : μειονεκτική περιοχή
  • VALOREN / Programme communautaire relatif au développement de certaines régions défavorisées de la Communauté par la valorisation du potentiel énergétique endogène : VALOREN / Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων μειονεκτικών περιοχών της Κοινότητας μέσω της αξιοποίησης του ενδογενούς ενεργειακού δυναμικού
  • HORIZON / Initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
  • HORIZON / initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
  • jeune défavorisé : νέος που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση
  • milieu défavorisé : μειονεκτικό περιβάλλον
  • groupe défavorisé / groupe désavantagé : ομάδα μειονεκτούντων ατόμων

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments