Εφαρμογή του

déferler στα ελληνικά
déferler
λέγεται
ντεφερλέ
.
déferler
σημαίνει στα ελληνικά
ξεχύνομαι / αφρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rouleau / déferlante : αντιμάμαλο / εκχυνόμενο κύμα
- brisant / lame déferlante : κυματοθραÙστης
- déferlante / vague déferlante : θραυόμενο κύμα / κύμα που σπάει πάνω στο πλοίο
Subscribe
0 Comments