Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

déficience στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
déficience
λέγεται
ντεφισιάνς
.
déficience
σημαίνει στα ελληνικά
ανεπάρκεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • déficience : απομείωση / ανεπάρκεια
  • déficience : έλλειψη / ανεπάρκεια
  • défaut / déficience : ατέλεια
  • personne malvoyante / personne ayant une déficience visuelle : άτομο με αναπηρία όρασης / άτομο με προβλήματα όρασης
  • restriction de participation / désavantage  (Obsolete) : αναπηρία
  • déficience intellectuelle  (Preferred) / arriération mentale : νοητική υστέρηση  (Preferred) / ολιγοφρενία
  • aboulie / déficience volitionnelle : αβουλία / αβουλησία
  • SIDA / syndrome immunodéficitaire acquis : AIDS / ΣΕΑΑ
  • SIDA / Syndrome d'immuno-déficience acquise : AIDS/έιτζ
  • trouble olfactif / trouble de l'odorat : διαταραχές όσφρησης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments