Εφαρμογή του

définitif στα ελληνικά
définitif
λέγεται
ντεφινιτίφ
.
définitif
σημαίνει στα ελληνικά
οριστικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- exé / définitif : σύνθεση έτοιμη για την κάμερα
- note finale / note définitive : τελικός βαθμός
- mise au net / dessin au net : τελικό σχέδιο / οριστική σύνταξη
- réforme / mise hors service : οριστική απόσυρση
- déclassement / MAD : παροπλισμός / οριστική θέση εκτός λειτουργίας
- syndic / syndic définitif : σύνδικος της πτώχευσης / σύνδικος πτωχευτικού συμβιβασμού
- coupe finale / coupe définitive : τελική υλοτομία
- rapport final / rapport définitif : τελική έκθεση
- Directive du Parlement européen et du Conseil concernant le caractère définitif du règlement dans les systèmes de paiement et de règlement des opérations sur titres / DCDR : ΟΑΔ / οδηγία σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού
- PAGIS / projet PAGIS sur l'évaluation des performances de stockage géologique définitif : PAGIS / σχέδιο PAGIS με αντικείμενο την αξιολόγηση των επιδόσεων της οριστικής αποθήκευσης σε γεωλογικούς σχηματισμούς
Subscribe
0 Comments