Εφαρμογή του

dégrader στα ελληνικά
dégrader
λέγεται
ντεγκραντέ
.
dégrader
σημαίνει στα ελληνικά
καθαιρώ / φθείρω / χειροτερεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dégrader : ξάνοιγμα / ελάττωση του χρωματικού τόνου
- dégradé : με ελαφριά απόχρωση
- nuancé / dégradé : σκιές απόχρωσης
- terre dégradée / sol dégradé : υποβαθμισμένo έδαφος / υποβαθμισμένο έδαφος
- piqué / produit dégradé : αποικοδομημένο προϊόν
- sol dégradé : υποβαθμισμένο έδαφος
- se dégrader / se désagréger : αποσαθρώνομαι / αποσυντίθεμαι
- image brute / image dégradée : ακατέργαστη εικόνα / εικόνα γκρίζου επιπέδου
- CPT / Comité européen pour la prévention de la torture et des peines ou traitements inhumains ou dégradants : CPT / ΕΠΒ
- mode dégradé / mode de secours : λειτουργία σε έκτακτη ανάγκη
Subscribe
0 Comments