Εφαρμογή του

déguiser στα ελληνικά
déguiser
λέγεται
ντεγκιζέ
.
déguiser
σημαίνει στα ελληνικά
μεταμφιέζω / μετατρέπω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- taxe cachée / impôt déguisé : λανθάνων φόρος / μη εμφανής φόρος
- chômage déguisé : μεταμφιεσμένη ανεργία
- publicité clandestine / communication commerciale audiovisuelle clandestine : γκρίζα διαφήμιση / συγκεκαλυμμένη διαφήμιση
- restriction déguisée : συγκεκαλυμένος περιορισμός
- subvention déguisée : συγκαλυμμένη επιδότηση
- apport en nature déguisé : συγκεκαλυμμένη συνεισφορά σε είδος
- sanction disciplinaire déguisée : συγκαλυμμένη πειθαρχική ποινή
- restriction déguisée au commerce des services : καλυμμένος περιορισμός των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών
- discrimination déguisée dans le domaine fiscal : κεκαλυμμένη διακριτική μεταχείριση στον φορολογικό τομέα
Subscribe
0 Comments