Εφαρμογή του

déléguer στα ελληνικά
déléguer
λέγεται
ντελεγκέ
.
déléguer
σημαίνει στα ελληνικά
μεταβιβάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- délégué : αντιπρόσωπος
- délégué : εκπρόσωπος / εντεταλμένος
- REPMIL / délégué militaire : MILREP / στρατιωτικός αντιπρόσωπος
- délégué : εκπρόσωπος
- délégué / contrôleur : επόπτης / επιθεωρητής
- délégué : ο εκπρόσωπος
- acte délégué : πράξη κατ' εξουσιοδότηση
- ordonnateur délégué ou subdélégué / ordonnateur : διατάκτης
- DPD / délégué à la protection des données : υπεύθυνος προστασίας δεδομένων
- ODF / Organisation des délégués aux frontières : οργανισμός εκπροσώπων συνόρων
Subscribe
0 Comments