Εφαρμογή του

délibérer στα ελληνικά
délibérer
λέγεται
ντελιμπερέ
.
délibérer
σημαίνει στα ελληνικά
συσκέπτομαι / βγάζω απόφαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- délibérer : συσκέπτομαι
- délibéré : διάσκεψη
- suicide délibéré : αυτοκτονία υγιούς ευρισκομένου σε αδιέξοδο
- corps législatif / organe délibérant : νομοθετικό / νομοθετική εξουσία
- manquement délibéré : εσκεμμένη περιφρόνηση
- destruction délibérée : εσκεμμένη διαγραφή
- participer au délibéré / prendre part au délibéré : μετέχω στη διάσκεψη / λαμβάνω μέρος στη διάσκεψη
- juge présent au délibéré : δικαστής που συμμετέχει στη διάσκεψη
- être présent au délibéré : μετέχω στη διάσκεψη
- déficit prévu et délibéré : εσκεμμένο έλλειμμα
Subscribe
0 Comments