Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

délibérer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
délibérer
λέγεται
ντελιμπερέ
.
délibérer
σημαίνει στα ελληνικά
συσκέπτομαι / βγάζω απόφαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • délibérer : συσκέπτομαι
  • délibéré : διάσκεψη
  • suicide délibéré : αυτοκτονία υγιούς ευρισκομένου σε αδιέξοδο
  • corps législatif / organe délibérant : νομοθετικό / νομοθετική εξουσία
  • manquement délibéré : εσκεμμένη περιφρόνηση
  • destruction délibérée : εσκεμμένη διαγραφή
  • participer au délibéré / prendre part au délibéré : μετέχω στη διάσκεψη / λαμβάνω μέρος στη διάσκεψη
  • juge présent au délibéré : δικαστής που συμμετέχει στη διάσκεψη
  • être présent au délibéré : μετέχω στη διάσκεψη
  • déficit prévu et délibéré : εσκεμμένο έλλειμμα

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments