Εφαρμογή του

délit στα ελληνικά
délit
λέγεται
ντελί
.
délit
σημαίνει στα ελληνικά
πλημμέλημα / παράπτωμα / αδίκημα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- crime / délit : έγκλημα
- tort / délit : παράνομη (άδικη) πράξη
- délit : έγκλημα
- délit : αδίκημα / αξιόποινη πράξη
- délit : αδίκημα / αδικοπραξία
- délit : αδίκημα / πταίσμα
- délit : ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας
- quasi-délit : οιονεί αδικοπραξία
- délit fiscal / infraction fiscale : φορολογικό αδίκημα
Subscribe
0 Comments