Εφαρμογή του

démantèlement στα ελληνικά
démantèlement
λέγεται
ντεμαντελμάν
.
démantèlement
σημαίνει στα ελληνικά
εξάρθρωση / ξήλωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- démantèlement : αποξήλωση
- démantèlement : διάλυση / αποσυναρμολόγηση
- démonopolisation / démantèlement de monopoles : απομονοπωλιοποίηση / κατάργηση μονοπωλίων
- désarmement tarifaire / démobilisation tarifaire : δασμολογικός αφοπλισμός
- démantèlement du coeur : αποσυναρμολόγηση του πυρήνα
- démantèlement sous eau : υποβρύχια αποσυναρμολόγηση
- outil de démantèlement : μέσο παροπλισμού
- NDA / agence chargée du démantèlement des centrales nucléaires : NDA / οργανισμός για τον παροπλισμό πυρηνικών εγκαταστάσεων
- démantèlement à distance / démantèlement télécommandé : τηλεχειριζόμενη αποσυναρμολόγηση
- démantèlement des stocks : μείωση των αποθεμάτων / σταδιακή κατάργηση των αποθεμάτων
Subscribe
0 Comments