Εφαρμογή του

démettre στα ελληνικά
démettre
λέγεται
ντεμέτρ
.
démettre
σημαίνει στα ελληνικά
βγάζω / καθαιρώ / απολύω / se démettre παραιτούμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- démettre d'office : απαλλάσσω κάποιον από τα καθήκοντά του
- relever quelqu'un de ses fonctions / décharger quelqu'un de ses fonctions : απαλλάσσω κάποιον από τα καθήκοντα του / παύω κάποιον από την άσκηση των καθηκόντων του
Subscribe
0 Comments