Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

démoder (se) στα ελληνικά
démoder (se)
λέγεται
σεντεμοντέ
.
démoder (se)
σημαίνει στα ελληνικά
παλιώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
