Εφαρμογή του

démographie στα ελληνικά
démographie
λέγεται
ντεμογκραφί
.
démographie
σημαίνει στα ελληνικά
δημογραφία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- démographie : δημογραφία
- démographie sociale : κοινωνική δημογραφία
- démographie théorique : καθαρή δημογραφία / τυπική δημογραφία
- démographie qualitative : μελέτη ποιότητας πληθυσμού
- démographie économique : οικονομική δημογραφία
- démographie historique : ιστορική δημογραφία
- démographie mathématique : μαθηματική δημογραφία
- démographie potentielle : δυνητική δημογραφία
Subscribe
0 Comments