Εφαρμογή του

démonter στα ελληνικά
démonter
λέγεται
ντεμοντέ
.
démonter
σημαίνει στα ελληνικά
λύνω / διαλύω / βγάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- démonter : αποσυναρμολογώ
- démonter / desserrer : ξεμοντάρω
- démonter / desserrer : ξεσφίγγω
- tire-poulie / arrache-roue : εξολκέας τροχών
- démonte-pneus : μοχλός αφαίρεσης σαμπρέλας / μοχλός αφαίρεσης αεροθαλάμου
- démonte-chemises : συσκευή αφαίρεσης ελαστικού / συσκευή αφαίρεσης περιβλήματος
- démonte-coussinets : συσκευή αφαίρεσης ένσφαιρων τριβέων
- outil à l'état démonté : αποσυναρμολογημένο εργαλείο
- outil à démonter les pneus : εργαλείο για την αφαίρεση επισώτρων από τους τροχούς
- partie démontée du mannequin : αποσυναρμολογημένο τμήμα του ανδρείκελου
Subscribe
0 Comments