Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

démouler στα ελληνικά
démouler
λέγεται
ντεμουλέ
.
démouler
σημαίνει στα ελληνικά
βγάζω από φόρμα / ξεκαλουπώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- démoulant / laquage de moule : Eπίστρωμα καλουπιού
- démoulant / produit démoulant : ουσία αποχύτευσης / ουσία ξεκαλουπώματος
- grue à démouler : γερανός εξαγωγής καλουπιών
- démouler sur cadre : ξεκαλουπιάζω με πλαίσιο
- démouler sur galets : ξεκαλουπιάζω με κυλίνδρους
- démouler sur chandelles : ξεκαλουπιάζω με καρφίτσες
- pièce poussant le carreau démoulé : εκβολέας
Subscribe
0 Comments


